εννεαγράμματον

εννεαγράμματον
ἐννεαγράμματον, το (Μ)
λέξη που αποτελείται από εννέα γράμματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐννεαγράμματον — word of nine letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννεάγραμμος — ἐννεάγραμμος, ον (Μ) πρβλ. εννεαγράμματον λέξη ή συλλαβή με εννέα γράμματα («ἐννεάγραμμος συλλαβή», Στεφ. π. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”